ὑπόσκληρος

ὑπόσκληρος
ὑπόσκληρ-ος, ον,
A somewhat hard, Hp.Fract.11, Art.86.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑπόσκληρος — somewhat hard masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόσκληρος — η, ο / ὑπόσκληρος, ον, ΝΑ [σκληρός] λίγο σκληρός …   Dictionary of Greek

  • ὑπόσκληρον — ὑπόσκληρος somewhat hard masc/fem acc sg ὑπόσκληρος somewhat hard neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόσκληρα — ὑπόσκληρος somewhat hard neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένωμος — ἔνωμος, ον (AM) (για καρπό) άγουρος, αγίνωτος αρχ. 1. ο λίγο ωμός 2. (για ψωμί) μισοψημένος 3. (για οίδημα) κάπως σκληρός, υπόσκληρος …   Dictionary of Greek

  • σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… …   Dictionary of Greek

  • τραγανός — (I) ή, ό / τραγανός, ή, όν, ΝΑ όμοιος με χόνδρο, υπόσκληρος νεοελλ. 1. αυτός που τρίζει κατά τη μάσηση, τραγανιστός («τραγανή πατάτα») 2. το ουδ. ως ουσ. το τραγανό χόνδρος τής μύτης ή τού αφτιού αρχ. εδώδιμος, φαγώσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τραγ… …   Dictionary of Greek

  • υποσκληρύνομαι — Α [ὑπόσκληρος] σκληρύνω λίγο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”